Γλωσσάρι


Α



αερολιμένας

αεροδρόμιο που διαθέτει και εγκαταστάσεις για τη συντήρηση και φύλαξη αεροπλάνων
αναστήλωση
επισκευή των ζημιών ενός κατεστραμμένου κτιρίου, συνήθ. ιστορικού μνημείου
ανακούρκουδα  
με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών
αδαής
που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.· ανίδεος, άπειρος
αποπλανούμαι    
 ξεγελιέμαι με δόλο
αποπνέω
αναδίνω οσμή ευχάριστη ή δυσάρεστη
Β
βακούφι
 ακίνητη περιουσία μοναστηρίου ή εκκλησίας
βρίθω
έχω κάτι σε μεγάλη ποσότητα, είμαι
γεμάτο

βραχύκανο
με κοντή κάνη

βδέλλα  
είδος υδρόβιου σκουληκιού, από το οποίο το γνωστότερο (βδέλλα η ιατρική), το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για αφαιμάξεις


Γ
 

γαβάθα
μεγάλο και βαθύ σκεύος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα χωριά για πιάτο



Δ
Διοχετεύω
από μια κεντρική πηγή στέλνω κτ. προς διάφορες κατευθύνσεις

Δίριχτη
στέγη που σχηματίζεται από δύο κεκλιμένα επίπεδα

Ε
Εδράζομαι
είμαι τοποθετημένος και στηρίζομαι επάνω σε κάτι
Εξαρχικός
Βούλγαρος (ο διαχωρισμός γινόταν με βάση τη θρησκευτική τους επιλογή)
Επευφημώ
εκδηλώνω με φωνές ή κραυγές έντονη επιδοκιμασία ή ενθουσιασμό
εσωκλείω
βάζω κτ. μέσα σε φάκελο αλληλογραφίας, για να το στείλω μαζί με το γράμμα

ευταξία

ευωδιάζω

για κτ. που αναδίδει ευωδιά, που μοσχοβολάει
ύπαρξη τάξης ,φρονιμάδα
εφικτός

για κτ. που μπορεί να το πραγματοποιήσει, να το κατορθώσει κάποιος,
Ζ
Η
Θ

θεμελιώδης
ο θεμελιακός, ο βασικός, ο ουσιώδης: ~ κανόνας


Ι
Ισταμπούλ
Κωνσταντινούπολη

Κ

καθιστώ
κάνω κπ. ή κτ. να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να βρεθεί σε μια κατάσταση

κατάφωτος
που είναι πολύ δυνατά, άπλετα φωτισμένος
κάτοψη
σχέδιο που αναπαριστά σε οριζόντια τομή ένα οικοδόμημα
κονίαμα
μείγμα από λεπτόκοκκη άμμο
κτερίσματα
κατά την αρχαιότητα, τα αντικείμενα τα οποία τοποθετούσαν στον τάφο μαζί με το νεκρό, αντικείμενα αξίας, καθημερινής χρήσης ή αγαπητά σ΄ αυτόν κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Λ
Μ

μαυσωλείο
μεγαλοπρεπές ταφικό οικοδόμημα

μεντρεσές
μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο

μπεζεστένι
γενική ονομασία για στεγασμένη αγορά σε τουρκικές ή αραβικές πόλεις

μυστικιστής
οπαδός του μυστικισμού

Ν

νάρθηκας

χώρος, συνήθ. στοά, που καταλαμβάνει ολόκληρη τη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού
Ξ
Ο

οικοδομώ
χτίζω ένα κτίριο ή γενικά ένα κτίσμα

Π
Παρέμβαση
η παρεμβολή, η επέμβαση, η μεσολάβηση σε μια διαδικασία, σε ένα πεδίο σχέσεων με στόχο την αλλαγή, την αποκατάσταση, το συμβιβασμό
πένθιμος
δηλωτικός πένθους
περιπατητικός
που συνηθίζει να κάνει περιπάτους, που αγαπά τον περίπατο
πλάβα
βάρκα χωρίς καρίνα, κυρίως για λίμνες και ποταμούς
πλινθοπερίκλειστος
που είναι κατασκευασμένος με πλίνθους
πολυθεϊστής
αυτός που πιστεύει στην ύπαρξη πολλών θεών
προπορεύομαι
βαδίζω, προχωρώ μπροστά από τους άλλους, προηγούμαι

πωρόλιθος
ασβεστολιθικό πέτρωμα με πορώδη σύσταση

Ρ
Σ


σανός

αποξηραμένο χόρτο το οποίο συνήθ. έχουν θερίσει πριν ωριμάσει τελείως και το οποίο προορίζεται για τροφή των ζώων
στηθαίο

χαμηλός τοίχος ή άλλη ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή σε εξώστες, γέφυρες ή σε επικίνδυνα σημεία των δρόμων, που προστατεύει ανθρώπους ή οχήματα από ενδεχόμενη πτώση
στίλβωμα
λουστράρισμα, γυάλισμα

Τ

ταύτιση
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταυτίζω
τεκμήριο
στοιχείο επάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί μια γνώμη, ένας ισχυρισμός, μια μαρτυρία, με τρόπο αναμφισβήτητο

τετράριχτη
για στέγη που αποτελείται από τέσσερα κεκλιμένα επίπεδα

τοξωτός
που έχει σχήμα τόξου

τρούλος

Υ
Φ

φθορά
η βαθμιαία, η σταδιακή καταστροφή.


φιρμάνι

σουλτανικό διάταγμα
Χ

χάνι
οίκημα με μεγάλη εσωτερική αυλή, όπου στάθμευαν και διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους.

Ψ
Ω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου